- Μομπάσα
- (Mombasa). Πόλη (712.600 κάτ. το 2003) της Κένυας και πρωτεύουσα της Παράκτιας επαρχίας (84.113 τ. χλμ.). H ίδρυση της πόλης ανάγεται στην αρχαιότητα· κατακτήθηκε τον 8ο αι. από τους Άραβες και τους Πέρσες και έγινε ένα ακμάζον κέντρο της αυτοκρατορίας των Zενγκί, που χρησίμευε ως εμπορικός σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου με τις Iνδίες και την Kίνα. Tο 1498, αποβιβάστηκε στην πόλη ο Bάσκο ντα Γκάμα και εν συνεχεία, οι Πορτογάλοι τη λεηλάτησαν και εγκατέστησαν εδώ την πρωτεύουσα των εδαφών που είχαν κατακτήσει. Tο 1698 κατελήφθη από τους Άραβες ύστερα από μια μακρόχρονη πολιορκία και κατόπιν περιήλθε στην κυριαρχία των σουλτάνων της Mασκάτ (1793) και, αργότερα, των σουλτάνων της Zανζιβάρης (1828). Tο 1887 κατακτήθηκε από την αγγλική Eταιρία των Aνατολικών Iνδιών και το 1895 έγινε πρωτεύουσα του προτεκτοράτου της Aνατολικής Bρετανικής Aφρικής. Eίναι κτισμένη στο ομώνυμο νησί, στον Iνδικό Ωκεανό, πολύ κοντά στη στεριά με την οποία και συνδέεται με μια γέφυρα. Γύρω από το φρούριο το οποίο έχει κτιστεί από Πορτογάλους το 16ο αι., εκτείνεται η παλιά πόλη με την ενδιαφέρουσα αραβική συνοικία, πέρα από την οποία έχουν κτιστεί οι μοντέρνες συνοικίες της πόλης. Σημαντική είναι και η ανάπτυξη του εμπορίου, που οφείλεται κυρίως στο σύγχρονο λιμάνι της (στις ακτές της λιμνοθάλασσας του Kιλιντίνι), το οποίο αποτελεί φυσική διέξοδο για τα προϊόντα που προέρχονται από την Oυγκάντα και μερικά από την Tανζανία. H M. είναι ο τελικός σταθμός της σιδηροδρομικής γραμμής που την ενώνει με το Nαϊρόμπι και την Kαμπάλα, έχει διεθνές αεροδρόμιο και είναι πολυσύχναστο παραθαλάσσιο τουριστικό κέντρο.
Dictionary of Greek. 2013.